- κνημίδα
- Μεταλλική περικνημίδα, που φορούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές και οι οπλίτες για να προφυλάσσουν τις κνήμες από τον αστράγαλο έως το γόνατο. Η αρχαιότερη κ. βρέθηκε στον μυκηναϊκό τάφο της Έγκωμης στην Κύπρο, και σήμερα φιλοξενείται στο Βρετανικό Μουσείο. Αποτελείται από δύο λεπτά χάλκινα φύλλα, με διπλό σφυρήλατο διάτρητο πλαίσιο στα άκρα, για τη συρραφή υφάσματος επάνω τους. Οι οπλίτες στην Αθήνα και στη Σπάρτη χρησιμοποιούσαν ελαφρές κ., τις οποίες ονόμαζαν Ιφικρατίδες, από το όνομα του Ιφικράτη.
Dictionary of Greek. 2013.